- ετερομορφισμός
- οη ετερομορφία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heteromorphism < hetero- (πρβλ. ετερο-*) + -morphism < morph- (πρβλ. μορφή) + -ism (πρβλ. -ισμός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ετερομορφία ή ετερομορφισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο εμφανίζονται με δύο (διμορφισμός) ή και με περισσότερες μορφές (πολυμορφισμός) άτομα που ανήκουν σε ένα ζωικό είδος. Γενικά, υπάρχουν πολλά είδη διμορφισμού που οφείλονται σε πολλές αιτίες· όπως για παράδειγμα ο φυλετικός … Dictionary of Greek